Ο Άγιος Αμβρόσιος (Λατινικά: Sanctus Ambrosius; Ιταλικά: Sant'Ambrogio) (περ. 339/340– 4 Απριλίου 397), επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου), ήταν ένας από τους πιο διαπρεπείς επισκόπους του 4ου αιώνα. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Πατέρες της Εκκλησίας και μαζί με τον Αυγουστίνο, τον Ιερώνυμο και τον Γρηγόριο Α', ανάμεσα στους Διδασκάλους της Εκκλησίας.
Βίος
Ο Αμβρόσιος γεννήθηκε το έτος 339 στην πόλη Τρέβηροι (σημ. Trier της Γερμανίας). Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί. Σε νεαρή ηλικία έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Έπαρχος της Γαλατίας. Το έτος 353 εγκαταστάθηκε για σπουδές στη Ρώμη. Σπούδασε ρητορική και την ελληνική γλώσσα. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος στο Σίρμιο (σημ. Sremska Mitrovica στη Σερβία), αλλά οι ικανότητές του εκτιμήθηκαν από τη ρωμαϊκή πολιτεία και διορίστηκε το έτος 370 διοικητής (consularis) των Επαρχιών Λιγουρίας και Αιμιλίας με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο). Η άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων υπήρξε υποδειγματική και όλοι, αρειανόφρονες και ορθόδοξοι, τον εκτιμούσαν.
Το έτος 374 ο επισκοπικός θρόνος του Μιλάνου χήρεψε. Ξέσπασαν, τότε, ταραχές για τη διαδοχή του εκλιπόντα αρειανόφρονα επισκόπου Αυξεντίου και ο Αμβρόσιος προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος από τους συγκεντρωμένους, πιθανώς μικρό παιδί, φώναξε: "Ambrosium episcopum" (τον Αμβρόσιο επίσκοπο). Το πλήθος συναίνεσε στην ιαχή αλλά ο Ἀμβρόσιος θέλησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποφύγη, δικαιολογούμενος πὼς ἦταν δημόσιος ἀξιωματοῦχος καὶ πὼς ἔπρεπε τάχα νὰ ἔχη τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλέα. Ὁ βασιλέας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐκλογὴ καὶ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ ἐπάρχου, ἀπάντησε· «Χαίρω, ὅτι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐγὼ διώρισα ἔπαρχο ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε ἐπίσκοπο. Νὰ πῆτε στὸν Ἀμβρόσιο ὅτι τὸν διατάζω νὰ δεχθῆ τὴν ἐκλογή του». Ὁ Ἀμβρόσιος, μὴ ἔχοντας πιὰ νὰ δικαιολογηθῆ, βαπτίσθηκε κι σε μία εβδομάδα ἔλαβε διαδοχικά τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης, πρῶτα διάκονος, ὕστερα πρεσβύτερος καὶ τελευταῖα στις 7 Δεκεμβρίου του 374, χειροτονήθηκε επίσκοπος. Ὅλοι χάρηκαν καὶ πανηγύρισαν, κι ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἔγραψε· «...ἐδοξάσαμεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν καθ’ ἑκάστην γενεὰν ἐκλεγόμενον τοὺς αὐτῷ εὐαρεστοῦντας». Ως επίσκοπος, βοηθήθηκε στο έργο του από τον πρεσβύτερο Σιμπλικιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με την ανατολική γραμματεία και θεολογία.
Το ποιμαντικό του έργο υπήρξε πολύ πετυχημένο. Έθεσε στη διάθεση της Εκκλησίας την περιουσία του, οικοδόμησε ναούς, κήρυττε, εργάστηκε για τη θεολογική κατάρτιση των κληρικών του και στήριξε το μοναχισμό. Αντιμετώπισε με επιτυχία τον Αρειανισμό και συνέβαλε στη σύγκληση των Συνόδων του Σιρμίου (380), της Ακυλείας (Τεργέστης), το έτος 381, και της Ρώμης (382). Στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) διαφώνησε με την απόφαση να γίνει δεκτός ως κανονικός επίσκοπος Αντιοχείας ο Φλαβιανός και να χειροτονηθεί ο Νεκτάριος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Επιτέθηκε με σθένος κατά του παγανισμού.
Εξαιτίας της υψηλής του παιδείας, του χαρακτήρα, αλλά και του κύρους του, είχε άριστες σχέσεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και υπήρξε σύμβουλος των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Βαλεντινιανού Β' και του Θεοδοσίου. Δε δίστασε μάλιστα να τους επικρίνει για την πολιτική που ασκούσαν, αλλά και να τους επηρεάζει υπέρ των ορθόδοξων συμφερόντων.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ὡς ἐπίσκοπος μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ μὲ τὸ εὔγλωττο κήρυγμά του, μέσα σὲ λίγον καιρό, ἐξυγίανε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὸ μίασμα τοῦ ἀρειανισμοῦ καί, ὡς ἔξοχος ποιητής, διωργάνωσε τὴ θεία λατρεία τῆς ἐπισκοπῆς του. Μεγάλη πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔκανε ἡ μητέρα τοῦ βασιλέα καὶ φανατικὴ ἀρειανὴ Ἰουστίνα· ἔφτασε νὰ ἔχη τὴν ἀξίωση νὰ παραδώση ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος τὸ ναό του στὸν ἀρειανὸ ἐπίσκοπο. Ὅταν τὸν κάλεσαν στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν διέταξαν νὰ παραδώση τὸ ναό, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀπάντησε· «Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας δὲν παραδίδει τοὺς ναοὺς τοῦ Κυρίου». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ὁμοιάζει σὰν ἐκείνη ποὺ ἔδωκε ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ἀπεσταλμένο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη.
Θαρραλέα ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ὅταν τότε στὴ Θεσσαλονίκη κακοποίησαν τοὺς βασιλικοὺς ἀντιπροσώπους, ὁ Θεοδόσιος ὠργίσθηκε καὶ μὲ διαταγὴ του οἱ στρατιῶτες ἔσφαξαν στὸν Ἱππόδρομο ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπους. Ὓστερ’ ἀπὸ τὸ ἔγκλημα αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων βρέθηκε στὰ Μεδιόλανα καὶ θέλησε νὰ μεταβῆ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήση. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ντυμένος τὰ ἱερατικά του ἄμφια, βγῆκε στὴ θύρα τοῦ ναοῦ καὶ δὲν ἐπέτρεψε στὸν αὐτοκράτορα νὰ προχώρηση· «Εἶναι τὰ χέρια σου βαμμένα μὲ αἷμα», τοῦ εἶπε. Ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ δικαιολογηθῆ κι ἀπάντησε στὸν Ἱεράρχη· «Κι ὁ Δαβὶδ ἁμάρτησε». Τότε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶπε στὸν βασιλέα· «Τὸν μιμήθηκες στὸ ἔγκλημα· νὰ τὸν μιμηθῆς καὶ στὴ μετάνοια»! Ὁ Θεοδόσιος δὲν τόλμησε νὰ εἰσέλθη στὴν Ἐκκλησία κι ἔφυγε αλλά και ξαναγύρισε εκφράζοντας δημοσίως την μετάνοια του για το αποτρόπαιο έγκλημά του.
Ο Αμβρόσιος υπήρξε ο άνθρωπος και ο ποιμένας που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Αυγουστίνου, ο οποίος τον μνημονεύει πολλές φορές στις Εξομολογήσεις του. Συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή του ιερού άνδρα από το Μανιχαϊσμό στο Χριστιανισμό, ενώ αργότερα τον βάπτισε.
Στις αρχές του έτους 397 αρρώστησε και στις 4 Απριλίου κοιμήθηκε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 7 Δεκεμβρίου. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας.
Το Βίο του αγίου Αμβροσίου (Vita Ambrosii) έγραψε το έτος 412 ή 413 ο γραμματέας του Παυλίνος (M. Simonetti, Vita di Ambrogio, Collana di Testi Patristici 6, Roma 1989²). Η αρχαία ελληνική μετάφραση του Βίου εκδόθηκε από τον Α. Παπαδόπουλο - Κεραμέα,Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας ή Συλλογή Ανεκδότων και σπανίων ελληνικών συγγραφών περί των κατά την Εώαν Ορθοδόξων Εκκλησιών και μάλιστα της των Παλαιστινών, Α΄, 1891 (ανατύπωση Bruxelles 1963), 27-88]. Βιογραφία του αγίου συνέταξε και ο Συμεών Μεταφραστής, Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνου, PG 116, 861-882 [το ίδιο κείμενο και στην PL 14, 45-66].
Πηγή : Σύνθεση κειμένων από el.wikipedia.org και agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου