Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, επίσκοπος Συμφερουπόλεως

11/6/12   5:19 μ.μ.
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς , κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κρι­μαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στό όποιο μεγάλωσε, ήταν ιδιόμορφο, κα­θώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολι­κός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομί­ζουν στό Κίεβο.
Στό Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργόςμε μεγάλη επιτυχία.
Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγο του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές, που η φήμη του εξαπλώνεται γρή­γορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επι­στημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρή­σεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγη­τής στό Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύ­γει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε, σε βαθμό που λίγες ήμερες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατο της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο πού εργα­ζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουρ­γηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθε­στώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετή­σει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώ­ντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθι­νή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκέν­δης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπί­στηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσια­σμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 25 Ιανουαρίου 1921 και μια εβδομάδα αργό­τερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 η «ζώσα εκκλη­σία» κάνει την επίθεση της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στό έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επι­σκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλλη­λότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιο­γράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτο­νηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατή­ρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμα του «Δοκίμια για τη χειρουρ­γική των πυογόνων λοιμώξεων», το όποιο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρ’ όλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στό εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στό διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέ­λαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.Ρ.U. («Κρατι­κή Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρυνούν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησης του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου, προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επί­σκοπος Λουκάς πήρε το μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συν­θήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρ­κειας, που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπερι­φορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβα­σμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατά­σταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Σ’ αυτή την πόλη το 1924 θα επιχειρήσει την πρώτη μεταμό­σχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο (ξενομεταμόσχευση). Αργότερα τον έστειλε 2000 χλμ. μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθε­ους, πού σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό· αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στό χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστά­σιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διω­κτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συν­θηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους τής περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρή­σουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στό Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι δηλαδή το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες πού αντιμετώ­πισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στό Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.Ρ.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του δι­οικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε· ήταν ελεύ­θερος. Όπως ήταν φυσικό, ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλαν­θρωπίες του, μα οι αντίπαλοι του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκο­πος εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητες του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στό Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωση του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χι­τώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χει­ρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμα του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερι­κή γαλήνη που είχε στερηθεί και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελο πού διατηρούσαν στην Ασφά­λεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειες του ενόχλη­σαν και πάλι το καθεστώς, πού τον συνέ­λαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλε­ρικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νο­σοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές, ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της Πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλη­σίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέ­μου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες, ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στό Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυ­νος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία, για να τον διευκολύνει, τον με­ταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 ό αρχιεπίσκοπος Λουκάς βρα­βεύτηκε με το Α' βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και για τη μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώ­χεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, πού αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλη­σιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπε­ράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πα­τάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων, τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου, όλη του τη ζωή «διήλθεν ευερ­γετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπη­μένη του ασχολία - δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου κα­θήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» σημειώνει ο ίδιος. Από τα κη­ρύγματα του καταγράφηκαν περίπου 750, τα όποια αποτέλεσαν 12 τόμους (4.500 σε­λίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρε­τικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησια­στική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όραση του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ό Νική­τας Χρουστσώφ, ο όποιος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας, που κορυφώνεται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιο του και προσπα­θεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύ­τερο γιό του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέ­σεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλεί­νουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Άλλα με τη βοή­θεια του Κυρίου συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιε­πίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι ή άθεοι τον έβλεπαν με σε­βασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και, για τον καιρό πού απομένει, περιορίζεται στό να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα πού γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος -γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκό­που μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρό­μοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια τα κεφάλια. Προχώρη­σαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντί­λια ο ύμνος: "Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυ­ρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς". Ότι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία - κη­δεύουμε τον αρχιεπίσκοπο μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επιση­μότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανα του εξέπεμπαν μιαν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυμα­τουργικά. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανα του μεταφέρ­θηκαν στον Ί. Ναό Αγίας Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου, επέτειο της κοίμησης του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου