11/6/12 5:19 μ.μ.
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς , κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στό όποιο μεγάλωσε, ήταν ιδιόμορφο, καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στό Κίεβο.
Ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς , κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στό όποιο μεγάλωσε, ήταν ιδιόμορφο, καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στό Κίεβο.
Στό Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική.
Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου,
βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργόςμε μεγάλη επιτυχία.
Εκεί
συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγο του, με την
οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα
επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές, που η φήμη του
εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά
σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει
στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των
πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στό Πανεπιστήμιο
της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο
στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο
Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη
βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια
αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από
φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε, σε βαθμό που λίγες ήμερες αργότερα
υπέκυψε. Μετά το θάνατο της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία
Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για
πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον
τρόπο πού εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες
αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους
διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να
υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους
πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο
γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο
αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο
γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος,
εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας.
Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 25 Ιανουαρίου 1921 και μια
εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την
επίθεση της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της
Τασκένδης, όντας στό έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου
τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο
σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε
εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε
ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ
σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και
φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμα του
«Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το όποιο όμως δεν εκδόθηκε
για πολλά χρόνια, παρ’ όλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο
συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στό εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στό διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης
εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του
ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι
της G.Ρ.U. («Κρατική
Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρυνούν τον επίσκοπο Λουκά από την
Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησης του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του
τρένου, προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις
αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε το μακρύ και βασανιστικό
δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί
διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, που θα τον συνοδεύσει σε
όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε
όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας
του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το
καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Σ’ αυτή την πόλη το 1924 θα
επιχειρήσει την πρώτη μεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο (ξενομεταμόσχευση).
Αργότερα τον έστειλε 2000 χλμ. μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο
τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις
χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον
περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους, πού
σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό· αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα
από τον αρκτικό κύκλο, στό χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο
ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια
εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών
του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο
και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους τής περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες
αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ
ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη
επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε
ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στό Τουρουχάνσκ και
συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι δηλαδή το
τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες πού αντιμετώπισε, δεν ξέχασε
ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στό Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.Ρ.U. για ανάκριση.
Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου
ήθελε· ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό, ο επίσκοπος ξεκίνησε για την
Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του,
γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι
αντίπαλοι του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε
πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον
αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές
ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο
επίσκοπος εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητες
του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα
σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στό Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωση του πέρασε μια μακρά περίοδο
δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να
εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει
να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς
χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων»
εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμα του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική
γαλήνη που είχε στερηθεί και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα
παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών όταν συνελήφθη για
τέταρτη φορά. Από το φάκελο πού διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να
γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ
χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς,
άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές
ενέργειες του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς, πού τον συνέλαβε εκ νέου και τον
οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα
μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται
εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την
αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και
σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι
οικτρές, ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της Πολιτείας
απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της
Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την
παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες, ο επίσκοπος
Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται
δυτικότερα, στό Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά
νοσοκομεία. Η Εκκλησία, για να τον διευκολύνει, τον μεταθέτει στην
Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 ό αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύτηκε με το Α'
βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και για τη
μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως
και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες
διαστάσεις, πού αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους
της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον
αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να
ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία
των ιερέων, τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για
τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις
υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου, όλη
του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο
αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία -
δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και
πάντα τον Χριστό» σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματα του καταγράφηκαν περίπου
750, τα όποια αποτέλεσαν 12 τόμους (4.500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί
«εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όραση του, ενώ στις
αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ό Νικήτας Χρουστσώφ, ο
όποιος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας, που κορυφώνεται το 1959. Ο
Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιο του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό του
Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της
Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο
αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι
εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα
ογδόντα μου χρόνια. Άλλα με τη βοήθεια του Κυρίου συνεχίζω το δύσκολο έργο
μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν
έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι ή άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το
τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και,
για τον καιρό πού απομένει, περιορίζεται στό να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11
Ιουνίου 1961, ημέρα πού γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο
αρχιεπίσκοπος -γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των
Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π.
Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια
τα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι
γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν
το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα.
Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα
μαντίλια ο ύμνος: "Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον
υμάς". Ότι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους
κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία - κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπο μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος από την Ρωσική
Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή
των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου,
αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανα του εξέπεμπαν μιαν άρρητη ευωδία,
ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20
Μαρτίου 1996, τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στον Ί. Ναό Αγίας Τριάδος. Η μνήμη
του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου, επέτειο της κοίμησης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου