Στις 30 Μαρτίου 1992 πέθανε ο αρχαιολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μανόλης Ανδρόνικος (γεννήθηκε 23 Οκτωβρίου 1919 στην Προύσα). Θα τον θυμηθεί κανείς τώρα που «καίει» περισσότερο από κάθε άλλη φορά το «Σκοπιανό»;
Ήταν μεσημέρι, στις 8 Νοεμβρίου του 1977, όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του άνοιξαν την πόρτα του ασύλητου τάφου στη Βεργίνα, που είχε σφραγιστεί πριν από 2.300 χρόνια. Εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν ακόμη σε ποιον ανήκε ο τάφος. Τα ευρήματα, η χρυσή λάρνακα με το αστέρι – σύμβολο των Μακεδόνων βασιλέων, με τα οστά που περιείχε, οι λαμπρές τοιχογραφίες, τα όπλα ήταν αυτά που οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για τον τάφο του Φιλίππου του Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου… (Σάκης Αποστολάκης, Ελευθεροτυπία, 16/6/2006).
Στο διάστημα αυτό η Βεργίνα άλλαξε, και από ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος πήρε διαστάσεις συμβόλου που ξεπερνούσαν το πεδίο της αρχαιολογίας. Οι βασιλικοί τάφοι έγιναν τόπος προσκυνήματος, αλλά και τουριστικός προορισμός. Η Βεργίνα βοήθησε στην αυτογνωσία των σημερινών Ελλήνων, έστω όσων μπόρεσαν να «διαβάσουν» τη σημασία των μνημείων.
Το καλοκαίρι του 1977 ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του, έπειτα από χρόνια δουλειάς στην ευρύτερη περιοχή της Βεργίνας, πλησιάζουν στην τούμπα, η οποία ενδέχεται να κρύβει κάτι. Αλλά τι;
Τα ημερολόγια της ανασκαφής, που ανασύρει η καθηγήτρια Στέλλα Δρούγου από τα ράφια της βιβλιοθήκης της, στο γραφείο του τρίτου ορόφου της Φιλοσοφικής σχολής, περιγράφουν με λακωνικό τρόπο μια περιπέτεια που άρχισε από τον Ανδρόνικο με οδηγό την αξιοποίηση της βιβλιογραφίας, των προσωπικών του ερευνών, αλλά και του ενστίκτου που τον ωθούσε προς εκείνο το σημείο. Η κ. Δρούγου διαβάζει από τις σελίδες του μικρού σχήματος ντοσιέ όπου καταχωρούσε σημειώσεις, σχέδια και φωτογραφίες:
«3 Οκτωβρίου: κάνουμε τομή στα νότια.
10 Οκτωβρίου: Νότια τομή. Εντοπίζουμε υπολείμματα εναγισμών [νεκρικές προσφορές μετά το τέλος της ταφής].
11 Οκτωβρίου: στην Ανατολική πλευρά της τομής και παράλληλα προς αυτήν ανακαλύφθηκε τοίχος με κατεύθυνση Ν προς Β, από την περιφέρεια προς το κέντρο του τύμβου. Ο τοίχος αποτελείται από λιθοδομή και πώρινους γωνιόλιθους – το ανατολικό μέτωπο επιχρισμένο. Όψη;».
Αυτό το ερωτηματικό υποδηλώνει και την αγωνία που σίγουρα θα ένιωθε εκείνες τις ημέρες ως υπεύθυνη της συγκεκριμένης φάσης της ανασκαφής.
«14 Οκτωβρίου: αποκαλύφθηκαν πέντε μεγάλοι πώρινοι γωνιόλιθοι που καλύπτουν κλειστό κιβωτιόσχημο τάφο». «Δηλαδή», όπως σχολιάζει η Στέλλα Δρούγου σήμερα, «αποκαλύφθηκε η όψη του τάφου του Φιλίππου και της ‘Περσεφόνης’, που ήταν δίπλα, αλλά δεν το ξέραμε ακόμη».
Στις 18 Οκτωβρίου στο ημερολόγιο καταγράφεται η βεβαιότητα πως πρόκειται για μεγάλο μακεδονικό τάφο. Καταγράφονται οι διαστάσεις του, επί ημέρες συνεχίζονται οι εργασίες καθαρισμού και απομάκρυνσης των χωμάτων, έως ότου αποκαλυφθεί η πρόσοψή του.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
«Στις 26 Οκτωβρίου», συνεχίζει η ίδια, «του Αϊ-Δημήτρη, κι εμείς σκάβαμε. Περιγράφω την πρόσοψη, ότι ο ρυθμός είναι δωρικός, και στις 29 Οκτωβρίου διαπιστώνω ότι η πόρτα του τάφου είναι κλειστή. Εκείνη την ημέρα τηλεφώνησα στον Ανδρόνικο. Του το είπα και αμέσως άφησε τις άλλες υποχρεώσεις του και ήρθε στην ανασκαφή».
Με τον ίδιο επικεφαλής του συνεργείου συνεχίζεται ο καθαρισμός, έως ότου βρεθεί ο τρόπος εισόδου στον τάφο, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν ασύλητος. Όταν η κ. Δρούγου διαβάζει το χειρόγραφο με τις σημειώσεις από την κρίσιμη ημέρα, που ο τάφος θα αποκάλυπτε τα μυστικά του, δεν μπορεί να κρύψει την -απόλυτα δικαιολογημένη- συγκίνησή της. Και φθάνει στη σελίδα με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου:
«Ανοίχθηκε σήμερα ο τάφος. Αφαιρέθηκαν οι πλίνθοι στην δυτική πλευρά του τάφου. Η καμάρα είναι επιστρωμένη με ισχυρό κονίαμα. Αφαιρέθηκε τμήμα του κονιάματος και στην συνέχεια αφαιρέθηκε το δυτικό ‘κλειδί’ της καμάρας. Από τις 12.30 έως τη 1.45 το μεσημέρι στηρίχθηκε η πόρτα του θαλάμου και φωτογραφήθηκε ο θάλαμος».
Με αυτά τα λίγα αλλά τόσο περιεκτικά λόγια καταγράφηκε μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Το δέος που αισθάνθηκαν τα μέλη του συνεργείου το περιέγραψαν πολύ αργότερα, όταν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία των ευρημάτων. Εκείνες τις ημέρες όμως οι προτεραιότητές τους ήταν άλλες.
Στις 10 Νοεμβρίου το ημερολόγιο ανασκαφής αναφέρει: «Άρχισε η αφαίρεση των κτερισμάτων. Έγινε αρχή με τα καλύτερα διατηρημένα και πρώτα τα ασημένια αγγεία. Ανοίχτηκε, ώρα 10, η μαρμάρινη θήκη στο κέντρο της δυτικής πλευράς. Χρυσή λάρνακα όπου τα οστά, υπολείμματα καύσης και χρυσό στεφάνι δρυός. Η λάρνακα μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη».
Βεβαίως είχε σημάνει συναγερμός, όπως αποδεικνύει και έγγραφο με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου από τον γενικό επιθεωρητή αστυνομίας Γιαλούρη προς τις τοπικές αρχές: «Παρακαλούμε φροντίστε για άμεση μεταφορά ευρημάτων ανασκαφής Βεργίνας στη Θεσσαλονίκη, για φύλαξη και συντήρηση συνοδεία αρχαιολογικού υπαλλήλου και λοιπής συνοδείας αστυνομίας».
ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι ανακοινώσεις από τον καθηγητή Ανδρόνικο ότι πρόκειται για τον τάφο του βασιλιά Φίλιππου, ότι έχει εντοπιστεί η πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων και ότι υπάρχουν πλέον στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ήταν Έλληνες, δημιουργούν αίσθηση.
«Τα ευρήματα έδιναν απάντηση στο βασικό θέμα, αν δηλαδή οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες ή αν είχαν εξελληνιστεί, και η Βεργίνα μας έδωσε την πιο εντυπωσιακή εικόνα του ποιοι ήταν», αναφέρει 30 χρόνια μετά η αρχαιολόγος Χρυσούλα Παλιαδέλη, καθηγήτρια επίσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Μαθήτρια και συνεργάτιδα του Ανδρόνικου, είχε δουλέψει και δουλεύει χρόνια στις ανασκαφές της Βεργίνας.
«Το όνομα του Μανόλη Ανδρόνικου συνδέθηκε με τη Βεργίνα και ο ίδιος πήρε διαστάσεις μύθου, παρόλο που δεν το επεδίωξε. Εκείνος έκανε το καθήκον του. Ήταν ένας πολύ καλός επιστήμονας, πολύ καλός αρχαιολόγος και είχε τη δυνατότητα να κάνει συνθετικές σκέψεις».
Μετά την αποκάλυψη των τάφων της Βεργίνας ο Ανδρόνικος βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλαπλά καθήκοντα. Πρώτον, να φροντίσει για την προστασία των ευρημάτων και, δεύτερον, να αντικρούσει κάθε φύσεως επιθέσεις που δέχθηκε.
«Κατηγορήθηκε ότι κατέθεσε την πρότασή του για τη Βεργίνα κάτω από τη σκιά του μακεδονικού ζητήματος. Είναι ψέμα. Όταν εμείς σκάβαμε και έβγαιναν τα ευρήματα, δεν είχε αρχίσει αυτή η συζήτηση», τονίζει η Στέλλα Δρούγου, ενώ η Χρυσούλα Παλιαδέλη απαντά και σε όσα είχαν γραφεί για την αδιαφορία του Ανδρόνικου να παρουσιάσει στην επιστημονική κοινότητα τα ευρήματα και να υποστεί την κριτική της: «Η συντήρηση πολλών αντικειμένων, η στερέωση, η ασφάλεια, η στέγαση, απασχόλησαν πολύ τον Ανδρόνικο. Όμως ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση δημοσίευσης των ευρημάτων με τον τόμο για τη Βεργίνα της Εκδοτικής Αθηνών, ενώ δεν πρόλαβε να δει τον τόμο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του για τις τοιχογραφίες του μικρού τάφου, της ‘Περσεφόνης’. Παράλληλα έπρεπε να κυνηγήσει την υλοποίηση του στεγάστρου, να εποπτεύει τη συντήρηση, να ανεβοκατεβαίνει στην Αθήνα για να κινητοποιήσει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και να συνεχίσει τις μελέτες του».
ΣΥΝΕΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗ
Οι ανασκαφές στη Βεργίνα εντάσσονται στο πρόγραμμα ανασκαφών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στον χώρο είχε προηγηθεί προπολεμικά ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ρωμαίος και ακολούθησαν στη δεκαετία του ’50 ο Γεώργιος Μπακαλάκης και ο Μανόλης Ανδρόνικος.
«Πήγαμε το 1976», θυμάται η Στέλλα Δρούγου, «ο Ανδρόνικος, ένας φοιτητής και 4-5 εργάτες με 500 χιλιάδες δραχμές από τις πιστώσεις του Πανεπιστημίου για να κάνουμε την ανασκαφή. Όταν ανακοινώσαμε τα ευρήματα του τάφου, η πολιτεία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και θυμάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε δώσει 15 εκατομμύρια δραχμές στον Ανδρόνικο και με αυτά, συν την επιχορήγηση του Πανεπιστημίου, ‘ζήσαμε’ ως τον θάνατο του Ανδρόνικου».
Στην ομάδα είχαν εν τω μεταξύ ενταχθεί ως τρίτος πανεπιστημιακός, ο Παναγιώτης Φάκλαρης, και οι αρχαιολόγοι Μπετίνα Τσιγαρίδα και Αγγελική Κοτταρίδου, οι οποίες υπηρετούν τώρα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο θάνατος του Ανδρόνικου σηματοδοτεί και ένα νέο κεφάλαιο για την ιστορία των ερευνών στη Βεργίνα. Υπό την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού το εξαιρετικό μουσείο υποδέχεται τους χιλιάδες επισκέπτες, ενώ στον χώρο των ανασκαφών, στα εργαστήρια και στα γραφεία, οι αρχαιολόγοι του Πανεπιστημίου διδάσκουν τους φοιτητές και μελετούν τα ευρήματα.
«Συνειδητοποιήσαμε πως έπρεπε με δημοσιεύσεις να αποδώσουμε στην επιστημονική κοινότητα το έργο που έχει παραχθεί και παράγεται», λέει η Χρυσούλα Παλιαδέλη. «Πρώτη μας κίνηση μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου ήταν να δημοσιεύσουμε έναν αρχαιολογικό οδηγό της Βεργίνας (με χρήματα του ΑΠΘ). Ακόμη, δημοσιεύθηκε η κεραμική της Μεγάλης Τούμπας, η διατριβή μου για τα επιτάφια μνημεία, ετοιμάζεται μια εργασία για τα ασημένια αγγεία από την κ. Δρούγου, η κ. Τσιγαρίδα μελετά τα χρυσά αντικείμενα, η κ. Κοτταρίδου έχει αναλάβει τη μελέτη των χρυσελεφάντινων, ο κ. Φάκλαρης έχει μελετήσει τα όπλα από τους δύο τάφους». Από την πλευρά της η Στέλλα Δρούγου προσθέτει: «Κάθε χρόνο πάμε με τους φοιτητές και τελευταία προσπαθούμε να κλείσουμε τις τομές που είχαμε κάνει, να στεγάσουμε και κυρίως να δημοσιεύσουμε, όσο είμαστε στο πανεπιστήμιο».
ΘΥΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ
Δυστυχώς η πρόταση για δημιουργία στη Βεργίνα ενός αρχαιολογικού κέντρου από το Πανεπιστήμιο ματαιώθηκε οριστικά. Αντ’ αυτού αγοράστηκε το παλιό κτίριο του γεωργικού συνεταιρισμού, πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, στο οποίο θα στεγαστούν αποθήκες, γραφεία και εργαστήρια που θα βοηθήσουν καθηγητές και φοιτητές στο έργο τους.
Και το έχουν ανάγκη. Μόνο όσοι τους έχουν παρακολουθήσει από κοντά αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολη είναι η δουλειά τους. Το επιβεβαιώνει και η Στέλλα Δρούγου λέγοντας: «Αυτή η δουλειά τσάκισε το σώμα μας. Η υγρασία, να δουλεύεις πέντε μέτρα κάτω, μέσα στο χώμα…». Όμως υπάρχουν και οι χαρές της δουλειάς και τις περιγράφει η Χρυσούλα Παλιαδέλη: «Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που ήμουν εκεί. Πάρα πολύ τυχερό. Πήγα ως φοιτήτρια το 1968. Μέχρι το 1977 δεν είχε ηλεκτρικό και υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο σε όλο το χωριό. Όμως ασχολήθηκα με θέματα που συμπληρώνουν τις γνώσεις μας για την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, στο πιο καίριο σημείο της αρχαίας Μακεδονίας, στην κοιτίδα του μακεδονικού βασιλείου».
Πηγή : freepen.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου