Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

2000 χρόνια παρακμῆς ἢ ὑπέρτατης δημιουργίας; (Γ΄)

Στό πρῶτο ἄρθρο τῆς ἀπαντήσεώς μας στό Γερμανικό περιοδικό Focus παρουσιάσαμε τά βασικότερα σημεῖα ἀπό τό παραληρηματικό κείμενο τοῦ περιοδικοῦ γιά τήν Ἑλλάδα, πού ἔφερε τήν ὑπογραφή τοῦ κ. Klonovsky καί εἶχε τόν τίτλο «2000 χρόνια παρακμῆς…».

Στό δεύτερο ἄρθρο παρουσιάσαμε μέ κατ᾽ ἀνάγκην προκρούστεια συνοπτικότητα, τό ὑπερχιλιόχρονο κορυφαῖο πολιτισμικό ἐπίτευγμα τοῦ βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ὅμως τήν ποιότητα τῆς ψυχῆς ἑνός λαοῦ, τή δύναμη τοῦ πνεύματός του καί τό ἐπίπεδο τῆς πολιτισμικῆς του δημιουργικότητας εἶναι λάθος νά τά ἀναζητήσει κανείς μόνο στίς περιόδους τῆς ἐθνικῆς μεγαλοσύνης αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Κι ἐμεῖς σ᾽ αὐτή τήν ἀπάντησή μας θά θεωρούσαμε ἀσυγχώρητη ὑπεκφυγή τό νά παρακάμψουμε τήν τραγική περίοδο πού ἀκολούθησε, τήν περίοδο τῆς ἐθνικῆς μας ταπεινώσεως, τότε πού μαυροφόρεσαν οἱ γυναῖκες μας γιά αἰῶνες, τότε πού ἔπαψε στή μέση τό Χερουβικό καί χαμηλῶσαν τ᾽ Ἅγια, τότε πού τά ἀηδόνια μας ἐπάψαν νά λαλοῦν κι ἔγινε ἡ Τρίτη ἡμέρα μαύρη, θλιβερή, πιό σκοτεινή ἀπ᾽ τόν ἅδη.

Καί βέβαια δέν θά ζητήσουμε κάποιου εἴδους κατανόηση οὔτε ἀπό τόν κ. Klonovsky οὔτε ἀπό ἄλλον ὁποιονδήποτε. Οὔτε συμπάθεια οὔτε συγκατάβαση οὔτε ἔκπτωση στά μέτρα τῆς κριτικῆς. Ρωτᾶμε λοιπόν τόν κ. Klonovsky: Μέ ποιά κριτήρια συμπεριλάβατε στά 2.000 χρόνια παρακμῆς, ὅπως γράψατε, καί τήν περίοδο τῶν 400 χρόνων τῆς σκλαβιᾶς τοῦ Ἑλληνισμοῦ;

Μέ βάση τό ὅλο πνεῦμα τοῦ κειμένου σας δικαιούμαστε νά ὑποθέσουμε ὅτι τό ἐρώτημά μας, ἄν κάποτε ἔφθανε σέ σᾶς, θά δημιουργοῦσε συγκαταβατικό, ἴσως καί εἰρωνικό χαμόγελο στά χείλη σας.

Κι ἄν ἐπιμείνουμε καί σᾶς ρωτήσουμε: Τήν ἔχετε μελετήσει τήν περίοδο αὐτή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Τί θά μᾶς ἀπαντήσετε;

Θά μᾶς ἐπιτρέψετε ὅμως νά μεταφέρουμε ἐδῶ τήν καταλυτική κρίση ἑνός ὁ ὁποῖος τήν ἔχει μελετήσει πολύ καλά καί τόν ὁποῖο καί ἐσεῖς πολύ καλά γνωρίζετε: τοῦ Γκαῖτε! Τοῦ μεγάλου Γκαῖτε, τοῦ κορυφαίου ποιητῆ τῆς Γερμανίας, τοῦ ἀνθρώπου πού ἄλλαξε τήν πορεία τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίνοντάς της νέα πνοή καί ὁδηγώντας τη σέ καινούρια δημιουργική περίοδο.

Ὁ Γκαῖτε, λοιπόν, τό ἔτος 1815, πρίν ἀκόμη ἐκραγεῖ ἡ μεγάλη Ἑλληνική Ἐπανάσταση, κάλεσε μιά μέρα στό σπίτι του στή Φραγκφούρτη σέ «φιλολογικό σαλόνι» ἐπιφανεῖς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν. Ἀπόρησαν οἱ προσκεκλημένοι ἀπό τό γεγονός ὅτι εἶχε καλέσει καί ζωγράφους καί ἡ ἀπορία τους ἐπιτάθηκε, ὅταν ὁ Γκαῖτε τούς ἀνακοίνωσε ὅτι τούς κάλεσε προκειμένου νά τούς μιλήσει γιά τό Ἑλληνικό Δημοτικό τραγούδι!

Τούς εἶπε λόγια παρόμοια μέ αὐτά πού εἶχε γράψει στίς 15 Ἰουνίου τοῦ ἴδιου ἔτους στό γιό του August: «Τό Ἑλληνικό Δημοτικό τραγούδι εἶναι τόσο λαϊκό ἀλλά καί τόσο δραματικό, τόσο ἐπικό καί τόσο λυρικό, πού ἀντίστοιχό του δέν ὑπάρχει σέ ὅλο τόν κόσμο». Παρόμοια μέ αὐτά πού εἶχε πεῖ καί στούς λογίους τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Χαϊδελβέργης, τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους: «Οἱ εἰκόνες τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ἐκπληκτικές. Φανταστεῖτε νά βάζει δυό βουνά νά μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστεῖτε ἕναν ἀετό νά μιλάει μέ τό κομμένο κεφάλι τοῦ κλέφτη! Φανταστεῖτε ἕνας κλέφτης νά λέει νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, γιά νά μήν τό πάρουν οἱ Τοῦρκοι, ἀλλά καί νά μήν τό ποῦν στήν ἀρραβωνιαστικιά του! Ἀλλά σᾶς ἀφήνω τελευταῖο καί ἕνα ἄλλο τραγούδι, τό ὁποῖο εἶναι τό κορυφαῖο», τούς εἶπε καί τούς διάβασε ―σέ μετάφραση βέβαια, στά γερμανικά – τό Ἑλληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ὁ Χάρος μέ τούς ἀποθαμένους»:

Γιατ’ εἶναι μαῦρα τά βουνά
καί στέκουν βουρκωμένα;
Μήν ἄνεμος τά πολεμᾶ;
Μήνα βροχή τά δέρνει;
Οὔδ᾽ ἄνεμος τά πολεμᾶ
κι οὐδέ βροχή τά δέρνει.
Μόν’ ἐδιαβαίνει ὁ Χάροντας
μέ τούς ἀποθαμένους.
Σέρνει τούς νιούς ἀπό μπροστά,
τούς γέροντας κατόπι,
τά τρυφερά παιδόπουλα
στή σέλλα ἀραδιασμένα.
Παρακαλοῦν οἱ γέροντες,
τ᾽ ἀγόρια γονατίζουν:
«Κόνεψε, Χάρο, σέ χωριό,
κόνεψε κἄν σέ βρύση,
νά πιοῦν οἱ γέροντες νερό
κι οἱ νιοί νά λιθαρίσουν
καί τά μικρά παιδόπουλα
νά μάσουνε λουλούδια».
«Ὄχι, χωριά δέν θέλω ἐγώ,
σέ βρύσες δέν κονεύω,
ἔρχονται οἱ μάνες γιά νερό,
γνωρίζουν τά παιδιά τους,
γνωρίζονται τ᾽ ἀντρόγυνα
καί χωρισμό δέν ἔχουν»…

Ὁ Γκαῖτε ἐξομολογήθηκε πώς τόν συνεπῆραν αὐτές οἱ εἰκόνες καί κάλεσε τούς ζωγράφους γιά νά τούς τίς διαβάσει καί νά τίς ζωγραφίσουν! (Τά στοιχεῖα αὐτά ἀπό τή Διάλεξη στόν Πολιτιστικό Ὀργανισμό Δήμου Ἐλευσίνας τοῦ συγγραφέα-λαογράφου, κ. Γιώργου Λεκάκη).

Εἶναι λοιπόν προϊόν παρακμῆς ἡ δημιουργικότητα αὐτή πού συνεπῆρε τόν Γκαῖτε;

Μόνο τό ἀνυπέρβλητο Τραγούδι τοῦ Νεκροῦ Ἀδελφοῦ φτάνει γιά νά φανερώσει τό ἀπρόσιτο ποιητικό μέγεθος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅταν τό δημοσίευσε ἀργότερα ὁ Φωριέλ, ὁ φιλολογικός κόσμος τῆς Εὐρώπης συγκλονίστηκε.

Ἡ ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος εἶναι ἁπλή: Ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἐκφάνσεώς του εἶχε δύο βασικότατα αἰτήματα: Τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καί τήν κοινωνικότητα. Δέν ἦταν μία ἐγωιστική ἐπιδίωξη ἀτομικῶν ἐπιδόσεων (ρεκόρ), γιά νά καταχωρηθοῦν στό βιβλίο Γκίνες, ἀλλά πάθος, ἀγώνας καί ἀγωνία ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας γιά τό κοινό καλό. Ἦταν «γιγαντομαχία τις περί τῆς οὐσίας» (Πλάτωνος Σοφιστής)! Ἦταν μιά τιτάνια προσπάθεια νά ἀπαντηθοῦν τά μεγάλα, τά τελικά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν πάλη γιά νά βρεθεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς καί νά δοθεῖ λύση στό τρομερό μυστήριο τοῦ θανάτου. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Φιλοσοφία, ἡ μεγάλη «ἀτμομηχανή» αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, ἐθεωρεῖτο, ὅπως τήν ὅρισε ὁ Πλάτωνας: «Μελέτη θανάτου»! Ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός δέν εἶναι ἕνα διανοητικό παιχνίδι ἐντυπωσιασμοῦ, ἀλλά μιά ἀδιάκοπη, καίρια καί ἐξαντλητική πάλη «περί τῶν μεγίστων»· («μή εἰκῇ περί τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα», Ἡράκλειτος). Αὐτή ἡ πάλη ὁδήγησε τά ἐπιτεύγματά του στά ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ.

Τήν πληρότητα στά δύο μεγάλα αἰτήματά του τή βρῆκε ὁ Ἑλληνισμός στή Χριστιανική πίστη. Βρῆκε τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια καί τήν τέλεια κοινωνικότητα. Βρῆκε ἔτσι τόν ἀληθινό ἑαυτό του, αὐτό πού ἐπί αἰῶνες ἀγωνιωδῶς ἀναζητοῦσε. Γι᾽ αὐτό καί παραδόθηκε ἄνευ ὅρων στό Εὐαγγέλιο. Ἡ φιλοσοφία του ἔγινε θεολογία καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου Ἐκκλησιαστική Σύναξη, Κοινωνία προσώπων, Κοινότητα ἀδελφῶν. Ἔκτοτε δέν φιλοσοφεῖ ψηλαφώντας στό σκοτάδι γιά νά βρεῖ κάποια ἀλήθεια, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια τόν ἔχει ἤδη συναντήσει. Ἀλλά ὁ νέος τιτάνιος ἀγώνας του, μέ τή ζωή του, τή Φιλοσοφία, τήν Τέχνη καί κάθε μορφή πολιτισμοῦ, ἐπικεντρώνεται στή διατύπωση καί τή βίωση τῆς ἀλήθειας, στό νά ἐκφράσει τό ἀνέκφραστο καί νά κάνει πράξη καί ζωή τό περιεχόμενό του. Αὐτό ἔκανε στή βυζαντινή περίοδο, αὐτό κράτησε ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό καί κατά τήν περίοδο τῆς τετρακοσάχρονης σκλαβιᾶς του.

Καί εἶναι θαῦμα μοναδικό τό πῶς ὁ λαός αὐτός κάτω ἀπό τίς συνθῆκες τῆς ἀνυπόφορης δουλείας ὄχι μόνο κρατήθηκε ὄρθιος, ἀλλά καί παρουσίασε ἐκπληκτικά ἐπιτεύγματα πολιτισμοῦ. Μπορεῖ νά μήν εἶχε πλέον τή δυνατότητα νά κτίσει Παρθενώνα καί Ἁγιά-Σοφιά, ὁ πολιτισμός του ὅμως ἐκφράστηκε μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο. Καί μέσα σ᾽ αὐτές τίς συνθῆκες πρόσφερε στόν κόσμο τή συγκλονιστική ποίηση τοῦ Δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τήν ἀνυπέρβλητη ζωγραφική τῆς Παλαιολόγειας περιόδου καί τῆς μεταβυζαντινῆς, τά τέλεια ἀρχιτεκτονήματα τῶν ἀγράμματων μαστόρων, τόν κοινοτικό τρόπο ζωῆς (μέγιστο θέμα, θά χρειαζόταν εἰδικό ἄρθρο γιά τήν ἀνάπτυξή του), τή ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ἕνα ἀπό τά κορυφαῖα ἔργα τοῦ πνεύματος, ἐνῶ παράλληλα μέ τά ἔργα πού ἐπετέλεσαν οἱ Κοινότητες τῶν Ἑλλήνων πλούτισε τήν Εὐρώπη καί ὅλο τόν κόσμο (ἄλλο μεγάλο πρός διαπραγμάτευση θέμα καί αὐτό).

Ὑπῆρξε ἀτυχής ἡ ἐπιλογή τοῦ κ. Klonovsky νά εἰρωνευθεῖ τόσο εὐτελῶς τούς Ἕλληνες γιά τήν ποίησή τους. Μποροῦσε τόσα ἄλλα νά βρεῖ νά τούς προσάψει. Ἀλλά αὐτό παθαίνουν ὅσοι σκάβουν τόν λάκκο τοῦ ἄλλου·τελικά πέφτουν οἱ ἴδιοι μέσα σ᾽᾿ αὐτόν. Διότι ἡ ποίηση εἶναι τό κατ᾽ ἐξοχήν πεδίο ὅπου οἱ Ἕλληνες ἐπί τρεῖς χιλιετίες εἶναι πρωτοπόροι. Δύο βραβεῖα Νόμπελ στό τελευταῖο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα ποιός ἄλλος λαός ἔχει; Ἕνας Καβάφης πού μελετᾶται σέ ὅλο τόν κόσμο σήμερα… γιά νά μήν ἀναφερθοῦμε στήν τιτάνια μορφή τοῦ Σολωμοῦ.

Ὅμως πρέπει κάπου ἐδῶ ἡ ἀπάντησή μας νά κλείσει. Τὀ κλείσιμο μᾶς τό προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ κ. Klonovsky μέ τή θλιβερή ἀναφορά του στίς φαντασιοπληξίες τοῦ Φαλμεράϋερ καί τό δικό του συμπέρασμα ὅτι «Πράγματι οἱ σημερινοί Ἕλληνες δέν πρέπει νά ἔχουν καμιά πλέον συγγένεια μέ ἐκείνους πού κατοικοῦσαν στή χώρα στήν ἀρχαιότητα καί δημιούργησαν αὐτόν τόν καταπληκτικό πολιτισμό».

Ὅμως δέν θά ἐκμεταλλευτοῦμε τήν εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει. Δέν ἐπιθυμοῦμε νά τόν ταπεινώσουμε οὔτε νά εὐτελίσουμε τόν λαό του, ὅπως ἐκεῖνος εἰς βάρος μας ἔπραξε. Διότι γιά μᾶς τούς Ἕλληνες κάθε λαός εἶναι ἄξιος τιμῆς καί θαυμασμοῦ. Ἁπλῶς, γιά ὅσους ἴσως δυσκολευτοῦν νά ἐννοήσουν τό ὑπονοούμενο τῆς ἀναφορᾶς μας αὐτῆς, σημειώνουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση στό συμπέρασμα τοῦ κ. Klonovsky εἶναι μιά ἡμερομηνία:

28 Ὀκτωβρίου 1940. Τίποτε ἄλλο!



ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ, ΤΕΥΧΟΣ 494.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου