16/5/12 9:29 μ.μ.
Λες πως αυτά δεν συμβαίνουν -είναι αυτά για τα
οποία βγήκαν τα τραγούδια, γράφτηκαν τα βιβλία, γεννήθηκε το σινεμά. Λες πως ένα
εκατομμύριο φορές -τι ένα εκατομμύριο, πολλά εκατομμύρια!- να επαναλαμβανόταν η
ίδια σκηνή, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Μια
σταγόνα σε έναν ωκεανό πιθανοτήτων. Κι όμως, ένα μπουκάλι με ένα μήνυμα που
πετάχτηκε κάποτε στον Ειρηνικό βρήκε τον δρόμο για το σπίτι του.
Ο
καπετάν Σταύρος δεν είχε ύπνο εκείνη την νύχτα. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του,
βούλιαζε στη νοσταλγία για την πατρίδα, την οικογένειά του. Το ταξίδι ήταν
μακρύ. Είχαν ξεκινήσει 20 Οκτωβρίου -1998 η χρονιά- από την Μπαλμπόα του Παναμά
με προορισμό την Κορέα. Δεν θα φτάνανε πριν από τα τέλη Nοεμβρίου. Το ημερολόγιο
έδειχνε 4/11 πια, αλλά ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει. Ατέλειωτες οι μέρες και
οι νύχτες. Εκείνο το βράδυ το φορτηγό πλοίο «Αναστασία» περνούσε κοντά στο
Μαουί, ένα νησάκι του συμπλέγματος της Χαβάης. «Γιατί όχι;» σκέφτηκε ο καπετάν
Σταύρος και σηκώθηκε μια και καλή από το κρεβάτι.
«Ενιωθα
νοσταλγία»
«Σκέφτηκα να στείλω ένα μήνυμα με το θαλάσσιο ταχυδρομείο
στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου», λέει σήμερα στην «Κ» από το σπίτι του στην
Αίγινα ο κ. Σταύρος Δρακάκης. «Ηταν αφόρητη η νοσταλγία που ένιωθα εκείνη τη
μέρα. Μας πιάνει εμάς τους ναυτικούς αυτό στα μεγάλα ταξίδια. Οση πίστη κι αν
είχα όμως, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι το μήνυμα θα έφτανε τελικά στον προορισμό
του. Εστω και έντεκα χρόνια μετά...».
Πράγματι, πριν από λίγους μήνες, σε
κάποια ακτή της Ιαπωνίας, μια γυναίκα παρατήρησε κάτι να λαμπυρίζει στο νερό.
Ηταν ένα μπουκάλι - δεν φαινόταν πια τι είδους, τόσο φθαρμένο ήταν από την
αλμύρα. Η γυναίκα με κόπο το άνοιξε για να βρει μέσα τρία σημειώματα. «Λες;»
σκέφτηκε και έδωσε να μεταφραστούν. «Τετάρτη, 4 Νοεμβρίου 1998, ώρα 6 π.μ.»,
ξεκινούσε το ένα γράμμα. «Κοριτσάκι μου γεια σου. Εφόσον αυτό το γράμμα γράφεται
για εκείνους που αγαπώ πολύ, πώς ήταν δυνατόν να μη γράψω σε σένα που σ’ αγαπώ
πολύ, σε λατρεύω, μου λείπεις και σε θυμάμαι πάντα; Ο Σταυρούλης σου». Το
δεύτερο σημείωμα απευθυνόταν τα παιδιά, «Προς τον Πανούλη και τον Κωστάκη.
Αγοράκια μου γεια σας. Βρίσκομαι στο παραπάνω στίγμα και σας γράφω δυο λόγια
πελαγίσια χωρίς να ξέρω αν ποτέ θα τα διαβάσετε. Κι αυτό γιατί θα τα στείλω με
μπουκάλι. Είναι μια παλιά συνήθεια να στέλνεις δυο λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο σ’
αυτούς που αγαπάς πάρα πολύ. Σας θυμάμαι πάντοτε και παρακαλώ τον Θεό να
περάσουν οι μέρες σύντομα και να γυρίσω για πάντα κοντά σας. Φιλάκια πολλά, με
πολλή αγάπη, ο πατέρας σας». Το τρίτο γράμμα ήταν γραμμένο στα αγγλικά. «Αγαπητέ
κύριε, όταν βρείτε αυτό το γράμμα παρακαλώ στείλτε το στο σπίτι μου. Ο
καπετάνιος του “Αναστασία”».
Το μόνο στοιχείο
Αυτό ήταν και
το μόνο στοιχείο που είχαν οι αρχές της Ιαπωνίας για να κατορθώσουν να βρουν τον
αποστολέα του μηνύματος στο μπουκάλι. Το περίεργο θαλασσινό «εύρημα» εστάλη στην
πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Ελλάδα, η οποία ανέλαβε το δύσκολο έργο του
εντοπισμού του ναυτικού.
Χρειάστηκε να ανατρέξουν σε αρχεία, με μέριμνα
του ίδιου του πρέσβη που συγκινήθηκε από την ιστορία, και τελικά ο καπετάν
Σταύρος βρέθηκε. Στα 72 του σήμερα, ευτύχησε να ενημερωθεί ότι το μήνυμά του
είναι ασφαλές και έτοιμο να επιδοθεί στους οικείους του. «Μετά από εκείνο το
ταξίδι, που ήταν ένα από τα τελευταία μου πριν συνταξιοδοτηθώ», όπως λέει στην
«Κ», «είχα μιλήσει στη γυναίκα μου για το μήνυμα στο μπουκάλι. Δεν ξέρω αν με
είχε πιστέψει τότε, αλλά τώρα πια έχω και τα πειστήρια!» λέει με κρυφή
χαρά.
Με αφορμή τη λήξη αυτής της θαλασσινής ιστορίας, έχει
προγραμματιστεί μια μικρή τελετή κατά την οποία το μπουκάλι θα παραδοθεί στον κ.
Δρακάκη. «Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να μπουν σε τέτοιες φασαρίες», λέει σεμνά
ο ίδιος. «Μα είναι τόσο όμορφη ιστορία κύριε Σταύρο!» του απαντάμε και γελάει.
«Το πιο περίεργο είναι ότι δεν βρέθηκε σε κάποιο από τα νησιά της Χαβάης που
ήταν κοντά. Το μπουκάλι ταξίδεψε τουλάχιστον 3-4.000 μίλια ώς την Ιαπωνία, από
τη μέση του Ειρηνικού στο βόρειο Ειρηνικό».
«Τι μπουκάλι ήταν, θυμάστε;»
τον ρωτάμε. «Ουίσκι πρέπει να ήταν παιδί μου. Δεν υπήρχαν και πολλά άλλα εκεί
μέσα», λέει χαριτολογώντας.
Του έχει λείψει άραγε η θάλασσα; Οι ναυτικοί
μαραζώνουν, λένε, στη στεριά. «Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου έχει λείψει, αλλά
στην πραγματικότητα δεν θα ήθελα να ξαναμπαρκάρω. Αγαπούσα πολύ τη δουλειά μου,
δονούμουν στη δουλειά μου, αλλά τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τότε ήταν
δύσκολη η ναυτοσύνη, αλλά ξεκουραζόσουν 5-10 μέρες στα λιμάνια. Τώρα η καταπίεση
είναι μεγάλη, οι ρυθμοί άλλοι. Κι εγώ, μην ξεχνάς, τώρα ζω εκείνα που είχα χάσει
όλα αυτά τα χρόνια. Από παιδί στη θάλασσα ήμουν, γέννημα θρέμμα από την Αίγινα,
αυτή ήταν η μόνη προσιτή δουλειά για ανθρώπους σαν κι εμένα. Φτάνει τώρα, καλά
πέρασα και καλά περνάω».
Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται η
αγαπημένη του γυναίκα να τον φωνάζει να έρθει στο τραπέζι. «Ναι, Ελπίδα μου» της
απαντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου